αμίδια

αμίδια
Χημικές ενώσεις, που επιτυγχάνονται με την αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων υδρογόνου του μορίου της αμμωνίας με ρίζες οξέων. Ανάλογα με το αν θα αντικατασταθεί το ένα, τα δύο ή και τα τρία άτομα του υδρογόνου έχουμε τα πρωτοταγή, δευτεροταγή και τριτοταγή α., αντίστοιχα. Οι δευτεροταγείς και τριτοταγείς ενώσεις είναι πιο σταθερές από τις πρωτοταγείς. Γενικά, τα α. είναι στερεές και κρυσταλλικές ενώσεις, με βαριά δυσάρεστη οσμή, ευδιάλυτες στην αλκοόλη και στον αιθέρα, λίγο ή ελάχιστα διαλυτές στο νερό, ακόμα και με θέρμανση. Λαμβάνονται εύκολα σε καθαρή κατάσταση, με απόσταξη σε κανονική ή ελαττωμένη πίεση, είναι ουδέτερης αντίδρασης ή πολύ ασθενούς βασικής. Διασπώνται εύκολα από το νερό (υδρόλυση) με θέρμανση και δίνουν το οξύ και την αμμωνία. Χαρακτηριστικό των πρωτοταγών α. που δεν περιέχουν περισσότερα από 8-10 άτομα άνθρακα, είναι η ονομαζόμενη αποικοδόμηση κατά Χόφμαν, η οποία χρησιμοποιείται για την παρασκευή των αμινών από τα α. Τα πρωτοταγή α. των οργανικών οξέων με μεγάλο μοριακό βάρος είναι σταθερά στην υδρόλυση και έχουν μεγάλο ενδιαφέρον ως ενδιάμεσα προϊόντα στη χημική βιομηχανία. Όπως προκύπτει από τον γενικό τύπο R-CONH2 το ένα ή και τα δύο άτομα του υδρογόνου είναι δραστικά και μπορούν να αντικατασταθούν με κατάλληλες ρίζες. Μπορούμε να πάρουμε πρωτοταγή α. ακόμα και από πολύπλοκα οργανικά προϊόντα, που περιέχουν την πρωτοταγή αμινική ομάδα: R-COOH+R1-NH2→R-COΝΗ-R. Ξεκινώντας από διβασικά οξέα και αμίνες (δηλαδή με δύο συναρτήσεις), η αντίδραση παίρνει χαρακτήρα σταδιακό και λαμβάνονται πολυμερή με υψηλό μοριακό βάρος, που ονομάζονται πολυαμίδια. Μεταξύ των πιο γνωστών προϊόντων αυτού του τύπου μπορούμε να αναφέρουμε το νάιλον. Στη βιομηχανία, τα πρωτοταγή α. παρασκευάζονται με διάφορες μεθόδους: α. με αφυδάτωση των αλάτων: R-COOHH2N-R1→R-COHN-R1+H2O β. από χλωρίδια οξέων: R-CΟCl+H2N-R1→R-CONH-R1+HCl γ. από τους μεθυλικούς εστέρες: R-COOCH3+H2N-R1→R-CONH-R1+ CH3OH δ. από τα σουλφονικά οξέα: R-SO3H+NH2-R1→R-SO2NHR1+ H2O Η αμιδική ομάδα (-CONH-) υπάρχει σε πάρα πολλές πολύπλοκες οργανικές ενώσεις, όπως π.χ. σε πρωτεΐνες, σε μερικές βιταμίνες, σε πολλά αλκαλοειδή και σχεδόν σε όλες τις φυσικές οργανικές ύλες. Μια πολύ γνωστή κατηγορία α. είναι των σουλφαμιδίων. Τα πρωτοταγή αμίδια σχηματίζονται με αντικατάσταση ενός ατόμου υδρογόνου της αμμωνίας από μία ρίζα οξέος και απομάκρυνση ενός μορίου νερού (εδώ η αμμωνία αντιδρά με οξικό οξύ). Τα δευτεροταγή σχηματίζονται με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου της αμμωνίας από δύο ρίζες οξέος και απομάκρυνση δύο μορίων νερού. Τα τριτοταγή αμίδια σχηματίζονται με αντικατάσταση τριών ατόμων υδρογόνου και απομάκρυνση τριών μορίων νερού.
* * *
τα Χημ.
οργανικές ενώσεις με γενικό τύπο RC(= O)NH2 ή RC(= O)NHR' ή RC(= O)NR'2, όπου R και R' συμβολίζουν αλκύλια (υδρογονανθρακικές ρίζες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amides < γαλλ. amides < am[moniaque] (πρβλ. αμμωνία) + κατάλ. -ides, πληθ. τού -ide (πρβλ. ίδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θειαμίδια — Ομάδα οργανικών ενώσεων που προέρχονται από τα αμίδια με αντικατάσταση του οξυγόνου τους από θείο. Έχουν γενικό τύπο R CS NH2 (όπου R αλκύλιο) και λαμβάνονται με επίδραση υδροθείου σε νιτρίλια ή με επίδραση πενταθειούχου φωσφόρου σε αμίδια. Είναι …   Dictionary of Greek

  • αμιδικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τα αμίδια ή αναφέρεται σ’ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμίδια* + κατάλ. ικός*, πρβλ. αγγλ. amidic] …   Dictionary of Greek

  • σουλφαμίδες — οι, Ν (φαρμ.) τάξη χημικών ενώσεων που είναι αμίδια τών σουλφονικών οξέων, γνωστά με την επίσημη χημική ονομασία σουλφοναμίδια, τάξη στην οποία ανήκουν πολλές ομάδες φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία ενός ευρέως φάσματος νόσων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σουλφοναμίδιο — το, Ν χημ. περιληπτική ονομασία οργανικών ενώσεων που είναι αμίδια τών σουλφονικών οξέων και χρησιμοποιούνται ευρέως στη φαρμακευτική με την ονομασία σουλφαμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sulfonamide < sulfone… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αμίδιο — το χημ. βλ. αμίδια …   Dictionary of Greek

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • λακτάμες — Οργανικές ενώσεις που συγκροτούνται από εσωτερικά κυκλικά αμίδια και έχουν δομή ανάλογη προς τις λακτόνες. Οι λ. σχηματίζονται όταν απομακρυνθεί ένα μόριο νερού μεταξύ του καρβοξυλίου και της αμινικής ομάδας των γ και δ αμινοξέων, με επακόλουθο… …   Dictionary of Greek

  • πικραμίδιο — το, Ν χημ. η πικραμίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. picramide (< πικρός + αμίδια*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”